- πιθηκηλόβιο
- και πιθηκολόβιο, το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει 170 περίπου είδη θάμνων και δένδρων που ενδημούν στις θερμές και εύκρατες περιοχές κυρίως τής Αμερικής και τής Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pithecellobium < πίθηκος + λόβιον (< λοβός)].
Dictionary of Greek. 2013.